ICE
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
ICE | ICEs |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΣυντομομορφή
επεξεργασίαICE (en) αρκτικόλεξο
- η μηχανή εσωτερικής καύσης
- (συνεκδοχικά) τα οχήματα που έχουν τέτοιου τύπου κινητήρες
Δείτε επίσης : ice |
ενικός | πληθυντικός |
ICE | ICEs |
ICE (en) αρκτικόλεξο