πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απόψυξη οι αποψύξεις
      γενική της απόψυξης* των αποψύξεων
    αιτιατική την απόψυξη τις αποψύξεις
     κλητική απόψυξη αποψύξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποψύξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

απόψυξη θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία