↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απόψυξη οι αποψύξεις
      γενική της απόψυξης* των αποψύξεων
    αιτιατική την απόψυξη τις αποψύξεις
     κλητική απόψυξη αποψύξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποψύξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
απόψυξη < αποψύχω, απο-ψυκ- + -σις > -ξις > -ξη, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική décongelation και από την αγγλική defrosting. Διαφορετικό το ελληνιστικό ἀπόψυξις (πάγωμα). [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aˈpo.psi.ksi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πό‐ψυ‐ξη

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

απόψυξη θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία