Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /de.kɔ̃.ʒe.la.sjɔ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
décongélation décongélations

décongélation (fr) θηλυκό