↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποψυκτικός η αποψυκτική το αποψυκτικό
      γενική του αποψυκτικού της αποψυκτικής του αποψυκτικού
    αιτιατική τον αποψυκτικό την αποψυκτική το αποψυκτικό
     κλητική αποψυκτικέ αποψυκτική αποψυκτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποψυκτικοί οι αποψυκτικές τα αποψυκτικά
      γενική των αποψυκτικών των αποψυκτικών των αποψυκτικών
    αιτιατική τους αποψυκτικούς τις αποψυκτικές τα αποψυκτικά
     κλητική αποψυκτικοί αποψυκτικές αποψυκτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αποψυκτικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

αποψυκτικός

  • αυτός που σχετίζεται με την απόψυξη.

  Μεταφράσεις

επεξεργασία