Δείτε επίσης: ψήχω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ψύχω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ψύχω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈpsi.xo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ψύχω

ψύχω, στ.μέλλ.: θα ψύξω, αόρ.: έψυξα, παθ.φωνή: ψύχομαι, π.αόρ.: ψύχθηκα, μτχ.π.π.: ψυγμένος

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  ψύχω [ῡ]   ψύχομαι [ῡ] 
Παρατατικός  ἔψυχον [ῡ] 
Μέλλοντας  ψύξω [ῡ]   ψυχθήσομαι/ψυγήσομαι/ψυχήσομαι [ῠ] 
Αόριστος  ἔψυξα [ῡ]   ἐψύχθην/ἐψύχην/ἐψύγην [ῠ] 
Παρακείμενος  ἔψυχα [ῡ]   ἔψυγμαι 
Υπερσυντέλικος
Συντελ.Μέλλ.

  Ετυμολογία

επεξεργασία

ψύχω < αβέβαιης ετυμολογίας πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰes- (παραπέμπει σε σχετικά με πνοή, φύσημα, κοινό στην ψυχή και στην ψύξη) ή προελληνικής ετυμολογικής προέλευσης

ψύχω

  1. ψύχω, αερίζω, δροσίζω, ψυχραίνω
    καὶ τὸ πῦρ ἐψυγμένον τὸ περὶ τὰ θύματα εἴη,
  2. φυσώ

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • το υ βραχύ [ῠ] στο μέλλοντα ψῠγήσομαι-χησομαι και στον αόριστο ἐψύχην

Συγγενικά

επεξεργασία

θέμα ψυγ-

θέμα ψυξ-

θέμα ψυκ-

θέμα ψυχ- (όπως 'κρύο')

θέμα ψυχ- + -ρός

με το ψύχω