Ετυμολογία

επεξεργασία
ψυχραίνω < (ελληνιστική κοινή) ψυχραίνω < αρχαία ελληνική ψυχρός,ά,όν

ψυχραίνω

  1. μειώνω τη θερμοκρασία, προκαλώ την πτώση της είτε κυριολεκτικά είτε μεταφορικά
    Οταν αποφεύγεις να με στηρίξεις ψυχολογικά, με ψυχραίνεις
    Το νερό που εισέρχεται στα βράχια στερεοποιείται όταν ψυχραίνεται κατά τη διάρκεια του χειμώνα

Μεταφράσεις

επεξεργασία