Δείτε επίσης: ψυχός, ψῦχος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ψύχος τα ψύχη
      γενική του ψύχους των ψυχών
    αιτιατική το ψύχος τα ψύχη
     κλητική ψύχος ψύχη
Σπάνιος ο πληθυντικός.
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ψύχος < αρχαία ελληνική ψῦχος < ψύχω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ψύχος ουδέτερο, μόνο στον ενικό

  • το αίσθημα που προκαλείται από τις πολύ χαμηλές θερμοκρασίες
    ⮡  ο κατιφές δεν αγαπά το ψύχος αλλά η λεβάντα αντέχει και στα ψύχη και στις ζέστες

Συνώνυμα

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

και δείτε τα συγγενικά τους

→ και δείτε τη λέξη ψύχω πιθανόν συνδεδεμένη και με την ψυχή

  Μεταφράσεις

επεξεργασία