Ετυμολογία

επεξεργασία
ψῦχος < ψύχω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ψῦχος-ους ουδέτερο

  1. το κρύο
  2. ο χειμώνας
  3. ο παγετός
  4. η δροσιά