Δείτε επίσης: Δροσιά, δροσία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δροσιά οι δροσιές
      γενική της δροσιάς των δροσιών
    αιτιατική τη δροσιά τις δροσιές
     κλητική δροσιά δροσιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δροσιά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική δροσιά < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή δροσία < αρχαία ελληνική δρόσος[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ðɾoˈsça/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δρο‐σιά

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δροσιά θηλυκό

  1. (μετεωρολογία) ελαφρά ψυχρός και ευχάριστος αέρας ή καιρός
    ⮡  Κάνει δροσιά, βάλε μια ζακέτα!
  2. (μετεωρολογία) οι σταγόνες που συγκεντρώνονται το πρωί στα φυτά και στο έδαφος
    ⮡  η πρωινή δροσιά
  3. (συνεκδοχικά) το μέρος που έχει δροσιά (1)
  4. (μεταφορικά) η φρεσκάδα, η νεανικότητα

Εκφράσεις

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

(Χρειάζεται επεξεργασία)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
δροσιά < δροσία < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή δροσία < αρχαία ελληνική δρόσος

ζητούμενο λήμμα

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

(Χρειάζεται επεξεργασία)