Δείτε επίσης: Δροσιά, δροσία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δροσιά οι δροσιές
      γενική της δροσιάς των δροσιών
    αιτιατική τη δροσιά τις δροσιές
     κλητική δροσιά δροσιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

δροσιά θηλυκό

  1. (μετεωρολογία) ελαφρά ψυχρός και ευχάριστος αέρας ή καιρός
      Κάνει δροσιά, βάλε μια ζακέτα!
  2. (μετεωρολογία) οι σταγόνες που συγκεντρώνονται το πρωί στα φυτά και στο έδαφος
      η πρωινή δροσιά
  3. (συνεκδοχικά) το μέρος που έχει δροσιά (1)
  4. (μεταφορικά) η φρεσκάδα, η νεανικότητα

Εκφράσεις

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

(Χρειάζεται επεξεργασία)

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία