Δροσιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Δροσιά | οι | Δροσιές |
γενική | της | Δροσιάς | των | Δροσιών |
αιτιατική | τη | Δροσιά | τις | Δροσιές |
κλητική | Δροσιά | Δροσιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Δροσιά < δροσιά
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ðɾoˈsça/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Δρο‐σιά
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΔροσιά θηλυκό
- γυναικείο όνομα
- ονομασία οικισμών της Ελλάδας
- ※ Του είχε ξυπνήσει τη νοσταλγία για την εποχή που πήγαιναν οικογενειακώς στη Δροσιά για πεϊνιρλί, μαζί με τον θείο Δημήτρη, τη θεία Κατερίνα και τις ξαδέλφες του, τη Σόνια και την Τατιάνα. Πως μοσχοβολούσε το λιωμένο βούτυρο! (Χίλντα Παπαδημητρίου, Έχουνε όλοι κακούς σκοπούς, εκδ. Μεταίχμιο, 2013)
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Δροσιά στη Βικιπαίδεια