λιωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | λιωμένος | η | λιωμένη | το | λιωμένο |
γενική | του | λιωμένου | της | λιωμένης | του | λιωμένου |
αιτιατική | τον | λιωμένο | τη | λιωμένη | το | λιωμένο |
κλητική | λιωμένε | λιωμένη | λιωμένο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | λιωμένοι | οι | λιωμένες | τα | λιωμένα |
γενική | των | λιωμένων | των | λιωμένων | των | λιωμένων |
αιτιατική | τους | λιωμένους | τις | λιωμένες | τα | λιωμένα |
κλητική | λιωμένοι | λιωμένες | λιωμένα | |||
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαλιωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου λιώνω
Μετοχή
επεξεργασίαλιωμένος, -η, -ο
- που έχει ρευστοποιηθεί, που έχει λιώσει
- ※ Του είχε ξυπνήσει τη νοσταλγία για την εποχή που πήγαιναν οικογενειακώς στη Δροσιά για πεϊνιρλί, μαζί με τον θείο Δημήτρη, τη θεία Κατερίνα και τις ξαδέλφες του, τη Σόνια και την Τατιάνα. Πως μοσχοβολούσε το λιωμένο βούτυρο! (Χίλντα Παπαδημητρίου, Έχουνε όλοι κακούς σκοπούς, εκδ. Μεταίχμιο, 2013)
- πολτοποιημένος
- (μεταφορικά) καταπλακωμένος
- (μεταφορικά) εξασθενισμένος, καταρρακωμένος