↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δροσερός η δροσερή το δροσερό
      γενική του δροσερού της δροσερής του δροσερού
    αιτιατική τον δροσερό τη δροσερή το δροσερό
     κλητική δροσερέ δροσερή δροσερό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δροσεροί οι δροσερές τα δροσερά
      γενική των δροσερών των δροσερών των δροσερών
    αιτιατική τους δροσερούς τις δροσερές τα δροσερά
     κλητική δροσεροί δροσερές δροσερά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δροσερός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική δροσερός[1] < δρόσ(ος) + -ερός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ðɾo.seˈɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δρο‐σε‐ρός

  Επίθετο

επεξεργασία

δροσερός, -ή, -ό

  1. που έχει δροσιά
     συνώνυμα: δροσάτος, περίδροσος
  2. που προξενεί δροσιά
     συνώνυμα: δροσιστικός
  3. (μεταφορικά) ο φρέσκος, ο απαλός, ο τρυφερός

Συγγενικά

επεξεργασία

θέμα δροσερ-

δροσ-

→ και δείτε τη λέξη δροσιά

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
δροσερός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική δροσερός[1] < δρόσ(ος) + -ερός

  Επίθετο

επεξεργασία

δροσερός

  1. δροσερός όπως στα νέα ελληνικά)
  2. (μεταφορικά) τρυφερός
  3. (μεταφορικά) καταπραϋντικός

Κλιτικοί τύποι

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη δροσιά


γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική δροσερός δροσερᾱ́ τὸ δροσερόν
      γενική τοῦ δροσεροῦ τῆς δροσερᾶς τοῦ δροσεροῦ
      δοτική τῷ δροσερ τῇ δροσερ τῷ δροσερ
    αιτιατική τὸν δροσερόν τὴν δροσερᾱ́ν τὸ δροσερόν
     κλητική ! δροσερέ δροσερᾱ́ δροσερόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ δροσεροί αἱ δροσεραί τὰ δροσερᾰ́
      γενική τῶν δροσερῶν τῶν δροσερῶν τῶν δροσερῶν
      δοτική τοῖς δροσεροῖς ταῖς δροσεραῖς τοῖς δροσεροῖς
    αιτιατική τοὺς δροσερούς τὰς δροσερᾱ́ς τὰ δροσερᾰ́
     κλητική ! δροσεροί δροσεραί δροσερᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ δροσερώ τὼ δροσερᾱ́ τὼ δροσερώ
      γεν-δοτ τοῖν δροσεροῖν τοῖν δροσεραῖν τοῖν δροσεροῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ξηρός' όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δροσερός < δρόσ(ος) + -ερός [2]
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: μεσαιωνικά ελληνικά: δροσερός νέα ελληνικά: δροσερός

  Επίθετο

επεξεργασία

δροσερός, -ά, -όν

  1. υγρός
  2. νερουλός, γεμάτος νερό
  3. (μεταφορικά) τρυφερός

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. δροσερός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. στο λήμμα «δροσιά» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.