δροσερός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | δροσερός | η | δροσερή | το | δροσερό |
γενική | του | δροσερού | της | δροσερής | του | δροσερού |
αιτιατική | τον | δροσερό | τη | δροσερή | το | δροσερό |
κλητική | δροσερέ | δροσερή | δροσερό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | δροσεροί | οι | δροσερές | τα | δροσερά |
γενική | των | δροσερών | των | δροσερών | των | δροσερών |
αιτιατική | τους | δροσερούς | τις | δροσερές | τα | δροσερά |
κλητική | δροσεροί | δροσερές | δροσερά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δροσερός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική δροσερός[1] < δρόσ(ος) + -ερός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ðɾo.seˈɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δρο‐σε‐ρός
Επίθετο
επεξεργασίαδροσερός, -ή, -ό
- που έχει δροσιά
- που προξενεί δροσιά
- (μεταφορικά) ο φρέσκος, ο απαλός, ο τρυφερός
Συγγενικά
επεξεργασίαθέμα δροσερ-
- δροσάτος
- δροσερά (επίρρημα)
- δροσεράδα
- δροσερεμένος
- δροσερεύω
- δροσεροματούσα
- δροσερότητα
- δροσερούλης (υποκοριστικό)
- δροσερούτσικα (επίρρημα)
- δροσερούτσικος (υποκοριστικό)
- δροσερόφυλλος
- Όροι με δροσερ- — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
δροσ-
→ και δείτε τη λέξη δροσιά
Μεταφράσεις
επεξεργασία δροσερός
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ δροσερός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Ετυμολογία
επεξεργασία- δροσερός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική δροσερός[1] < δρόσ(ος) + -ερός
Επίθετο
επεξεργασίαδροσερός
- δροσερός όπως στα νέα ελληνικά)
- (μεταφορικά) τρυφερός
- (μεταφορικά) καταπραϋντικός
Κλιτικοί τύποι
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη δροσιά
Πηγές
επεξεργασία- δροσερός - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δροσερός < δρόσ(ος) + -ερός [2]
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ μεσαιωνικά ελληνικά: δροσερός ⇒ νέα ελληνικά: δροσερός
Επίθετο
επεξεργασίαδροσερός, -ά, -όν
- υγρός
- νερουλός, γεμάτος νερό
- (μεταφορικά) τρυφερός
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ δροσερός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ στο λήμμα «δροσιά» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- δροσερός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δροσερός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.