Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καταπραϋντικός η καταπραϋντική το καταπραϋντικό
      γενική του καταπραϋντικού της καταπραϋντικής του καταπραϋντικού
    αιτιατική τον καταπραϋντικό την καταπραϋντική το καταπραϋντικό
     κλητική καταπραϋντικέ καταπραϋντική καταπραϋντικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καταπραϋντικοί οι καταπραϋντικές τα καταπραϋντικά
      γενική των καταπραϋντικών των καταπραϋντικών των καταπραϋντικών
    αιτιατική τους καταπραϋντικούς τις καταπραϋντικές τα καταπραϋντικά
     κλητική καταπραϋντικοί καταπραϋντικές καταπραϋντικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

καταπραϋντικός < καταπραΰν(ω) + -τικός. Μορφολογικά αναλύεται σε κατα- + πραϋντικός.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.ta.pɾa.in.diˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τα‐πρα‐ϋ‐ντι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

καταπραϋντικός, -ή, -ό

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις κατά και πράος

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία