Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ηρεμιστικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Δείτε επίσης
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ηρεμιστικ
ός
η
ηρεμιστικ
ή
το
ηρεμιστικ
ό
γενική
του
ηρεμιστικ
ού
της
ηρεμιστικ
ής
του
ηρεμιστικ
ού
αιτιατική
τον
ηρεμιστικ
ό
την
ηρεμιστικ
ή
το
ηρεμιστικ
ό
κλητική
ηρεμιστικ
έ
ηρεμιστικ
ή
ηρεμιστικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ηρεμιστικ
οί
οι
ηρεμιστικ
ές
τα
ηρεμιστικ
ά
γενική
των
ηρεμιστικ
ών
των
ηρεμιστικ
ών
των
ηρεμιστικ
ών
αιτιατική
τους
ηρεμιστικ
ούς
τις
ηρεμιστικ
ές
τα
ηρεμιστικ
ά
κλητική
ηρεμιστικ
οί
ηρεμιστικ
ές
ηρεμιστικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ηρεμιστικός
<
ηρεμώ
Επίθετο
επεξεργασία
ηρεμιστικός, -ή, -ό
που
ηρεμεί
,
καταπραΰνει
τον
ψυχικό
κόσμο κάποιου.
Δείτε επίσης
επεξεργασία
ηρεμιστικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ηρεμιστικός
αγγλικά
:
sedative
(en)