ηρεμιστικό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ηρεμιστικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του ηρεμιστικός < ηρεμώ
Ουσιαστικό επεξεργασία
ηρεμιστικό ουδέτερο
- φάρμακο που επιδρά ηρεμιστικά, που καταπραΰνει ψυχολογικές εξάρσεις και έντονα συναισθήματα.
επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
ηρεμιστικό
- αιτιατική ενικού του ηρεμιστικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του ηρεμιστικός