Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό sédatif sédatifs
θηλυκό sédative sédatives

sédatif (fr)

  1. ηρεμιστικός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
sédatif sédatifs

sédatif (fr) αρσενικό

  1. το ηρεμιστικό