πραϋντικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πραϋντικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πραϋντικός < πραΰν(ω) + -τικός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pɾa.in.diˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρα‐ϋ‐ντι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίαπραϋντικός, -ή, -ό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πραϋντικός
→ δείτε τη λέξη καταπραϋντικός |
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπραϋντικός, -ή, -όν
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις πραΰνω και πρᾶος
Πηγές
επεξεργασία- πραϋντικός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πραϋντικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.