Δείτε επίσης: Νερουλός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νερουλός η νερουλή το νερουλό
      γενική του νερουλού της νερουλής του νερουλού
    αιτιατική τον νερουλό τη νερουλή το νερουλό
     κλητική νερουλέ νερουλή νερουλό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νερουλοί οι νερουλές τα νερουλά
      γενική των νερουλών των νερουλών των νερουλών
    αιτιατική τους νερουλούς τις νερουλές τα νερουλά
     κλητική νερουλοί νερουλές νερουλά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νερουλός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική νερουλός < νερ(όν) + -ουλός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ne.ɾuˈlos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νε‐ρου‐λός

  Επίθετο

επεξεργασία

νερουλός, -ή, -ό

  1. ρευστός σαν το νερό, που έχει τη ρευστότητα του νερού
     συνώνυμα: υδαρής
     αντώνυμα: πηχτός
  2. (οικείο, για ιστούς) πλαδαρός, που έχει χάσει τη σφριγηλότητά του
     αντώνυμα: σφιχτός

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη νερό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
νερουλός < νερ(όν) + -ουλός

  Επίθετο

επεξεργασία

νερουλός