Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νερουλιασμένος η νερουλιασμένη το νερουλιασμένο
      γενική του νερουλιασμένου της νερουλιασμένης του νερουλιασμένου
    αιτιατική τον νερουλιασμένο τη νερουλιασμένη το νερουλιασμένο
     κλητική νερουλιασμένε νερουλιασμένη νερουλιασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νερουλιασμένοι οι νερουλιασμένες τα νερουλιασμένα
      γενική των νερουλιασμένων των νερουλιασμένων των νερουλιασμένων
    αιτιατική τους νερουλιασμένους τις νερουλιασμένες τα νερουλιασμένα
     κλητική νερουλιασμένοι νερουλιασμένες νερουλιασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

νερουλιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου νερουλιάζω

  Μετοχή επεξεργασία

νερουλιασμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία