Νερουλός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Νερουλός < παρωνύμιο νερουλός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ne.ɾuˈlos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Νε‐ρου‐λός
Κύριο όνομα επεξεργασία
Νερουλός αρσενικό (θηλυκό Νερουλού)
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Ιάκωβος Ρίζος Νερουλός στη Βικιπαίδεια (1778-1849), λόγιος και πολιτικός