δροσίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δροσίζω < αρχαία ελληνική δροσίζω < δρόσος
Ρήμα
επεξεργασίαδροσίζω (παθητική φωνή: δροσίζομαι)
- κάνω κάτι δροσερό
- προσφέρω μια αίσθηση δροσιάς
- γίνομαι δροσερός
- (μεταφορικά) ικανοποιώ ή ανακουφίζω ψυχικά
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- αδρόσιστος
- άδροσος
- αναδροσίζω
- αφροδροσιά
- δροσιά
- δρόσισμα
- δροσισμένος
- δροσισμός
- δροσιστικά
- δροσιστικός
- δροσούλα
- → δείτε τη λέξη δρόσος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | δροσίζω | δρόσιζα | θα δροσίζω | να δροσίζω | δροσίζοντας | |
β' ενικ. | δροσίζεις | δρόσιζες | θα δροσίζεις | να δροσίζεις | δρόσιζε | |
γ' ενικ. | δροσίζει | δρόσιζε | θα δροσίζει | να δροσίζει | ||
α' πληθ. | δροσίζουμε | δροσίζαμε | θα δροσίζουμε | να δροσίζουμε | ||
β' πληθ. | δροσίζετε | δροσίζατε | θα δροσίζετε | να δροσίζετε | δροσίζετε | |
γ' πληθ. | δροσίζουν(ε) | δρόσιζαν δροσίζαν(ε) |
θα δροσίζουν(ε) | να δροσίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | δρόσισα | θα δροσίσω | να δροσίσω | δροσίσει | ||
β' ενικ. | δρόσισες | θα δροσίσεις | να δροσίσεις | δρόσισε | ||
γ' ενικ. | δρόσισε | θα δροσίσει | να δροσίσει | |||
α' πληθ. | δροσίσαμε | θα δροσίσουμε | να δροσίσουμε | |||
β' πληθ. | δροσίσατε | θα δροσίσετε | να δροσίσετε | δροσίστε | ||
γ' πληθ. | δρόσισαν δροσίσαν(ε) |
θα δροσίσουν(ε) | να δροσίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω δροσίσει | είχα δροσίσει | θα έχω δροσίσει | να έχω δροσίσει | ||
β' ενικ. | έχεις δροσίσει | είχες δροσίσει | θα έχεις δροσίσει | να έχεις δροσίσει | ||
γ' ενικ. | έχει δροσίσει | είχε δροσίσει | θα έχει δροσίσει | να έχει δροσίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε δροσίσει | είχαμε δροσίσει | θα έχουμε δροσίσει | να έχουμε δροσίσει | ||
β' πληθ. | έχετε δροσίσει | είχατε δροσίσει | θα έχετε δροσίσει | να έχετε δροσίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν δροσίσει | είχαν δροσίσει | θα έχουν δροσίσει | να έχουν δροσίσει |
|