Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας refresh
γ΄ ενικό ενεστώτα refreshes
αόριστος refreshed
παθητική μετοχή refreshed
ενεργητική μετοχή refreshing

  Ρήμα επεξεργασία

refresh (en)

  • αναζωογονώ, κάνω κάποιον να αισθάνεται λιγότερο κουρασμένος ή λιγότερο ζεστός
    A shower will refresh you.
    Ένα ντους θα σε αναζωογονήσει.

  Πηγές επεξεργασία