ενεστώτας refresh
γ΄ ενικό ενεστώτα refreshes
αόριστος refreshed
παθητική μετοχή refreshed
ενεργητική μετοχή refreshing

refresh (en)

  • αναζωογονώ, κάνω κάποιον να αισθάνεται λιγότερο κουρασμένος ή λιγότερο ζεστός
    ⮡  A shower will refresh you.
    Ένα ντους θα σε αναζωογονήσει.