refresh
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | refresh |
γ΄ ενικό ενεστώτα | refreshes |
αόριστος | refreshed |
παθητική μετοχή | refreshed |
ενεργητική μετοχή | refreshing |
Ρήμα
επεξεργασίαrefresh (en)
- αναζωογονώ, κάνω κάποιον να αισθάνεται λιγότερο κουρασμένος ή λιγότερο ζεστός
- ⮡ A shower will refresh you.
- Ένα ντους θα σε αναζωογονήσει.
- ⮡ A shower will refresh you.
Πηγές
επεξεργασία- refresh - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 46. ISBN 9780194325684., λήμμα: αναζωογονώ