refreshing
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | refreshing |
συγκριτικός | more refreshing |
υπερθετικός | most refreshing |
refreshing (en)
- δροσιστικός
- ⮡ Lemonade, watermelon, and cucumber are very refreshing when they are frozen.
- H λεμονάδα, το καρπούζι, το αγγούρι είναι πολύ δροσιστικά όταν είναι παγωμένα.
- ⮡ Lemonade, watermelon, and cucumber are very refreshing when they are frozen.
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαrefreshing (en)