Δείτε επίσης: δροσάτος, δροσερός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δροσιστικός η δροσιστική το δροσιστικό
      γενική του δροσιστικού της δροσιστικής του δροσιστικού
    αιτιατική τον δροσιστικό τη δροσιστική το δροσιστικό
     κλητική δροσιστικέ δροσιστική δροσιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δροσιστικοί οι δροσιστικές τα δροσιστικά
      γενική των δροσιστικών των δροσιστικών των δροσιστικών
    αιτιατική τους δροσιστικούς τις δροσιστικές τα δροσιστικά
     κλητική δροσιστικοί δροσιστικές δροσιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

δροσιστικός < δροσίζω + -τικός

  Επίθετο επεξεργασία

δροσιστικός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία