δροσιστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
δροσιστικός
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) που δροσίζει, που προκαλεί (μεταφορικά) μια ευχάριστη αίσθηση δροσιάς
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δροσιστικός