Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δροσισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
δροσισμέν
ος
η
δροσισμέν
η
το
δροσισμέν
ο
γενική
του
δροσισμέν
ου
της
δροσισμέν
ης
του
δροσισμέν
ου
αιτιατική
τον
δροσισμέν
ο
τη
δροσισμέν
η
το
δροσισμέν
ο
κλητική
δροσισμέν
ε
δροσισμέν
η
δροσισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
δροσισμέν
οι
οι
δροσισμέν
ες
τα
δροσισμέν
α
γενική
των
δροσισμέν
ων
των
δροσισμέν
ων
των
δροσισμέν
ων
αιτιατική
τους
δροσισμέν
ους
τις
δροσισμέν
ες
τα
δροσισμέν
α
κλητική
δροσισμέν
οι
δροσισμέν
ες
δροσισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
δροσισμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
δροσίζω
Μετοχή
επεξεργασία
δροσισμένος, -η, -ο
που έχει
δροσιστεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δροσισμένος