δροσισμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαδροσισμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του δροσισμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του δροσισμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του δροσισμένος
δροσισμένων