άδροσος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άδροσος | η | άδροση | το | άδροσο |
γενική | του | άδροσου | της | άδροσης | του | άδροσου |
αιτιατική | τον | άδροσο | την | άδροση | το | άδροσο |
κλητική | άδροσε | άδροση | άδροσο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άδροσοι | οι | άδροσες | τα | άδροσα |
γενική | των | άδροσων | των | άδροσων | των | άδροσων |
αιτιατική | τους | άδροσους | τις | άδροσες | τα | άδροσα |
κλητική | άδροσοι | άδροσες | άδροσα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαάδροσος, -η, -ο
- αυτός που στερείται δροσιάς