αδρόσιστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίααδρόσιστος, -η, -ο
- που δεν έχει δροσιστεί
- (μεταφορικά) που δεν έχει χαρεί
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αδρόσιστος
|
αδρόσιστος, -η, -ο
|