Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αδρόσιστος η αδρόσιστη το αδρόσιστο
      γενική του αδρόσιστου της αδρόσιστης του αδρόσιστου
    αιτιατική τον αδρόσιστο την αδρόσιστη το αδρόσιστο
     κλητική αδρόσιστε αδρόσιστη αδρόσιστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αδρόσιστοι οι αδρόσιστες τα αδρόσιστα
      γενική των αδρόσιστων των αδρόσιστων των αδρόσιστων
    αιτιατική τους αδρόσιστους τις αδρόσιστες τα αδρόσιστα
     κλητική αδρόσιστοι αδρόσιστες αδρόσιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αδρόσιστος < α- + δροσίζω + -τος

  Επίθετο επεξεργασία

αδρόσιστος, -η, -ο

  1. που δεν έχει δροσιστεί
  2. (μεταφορικά) που δεν έχει χαρεί

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία