↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ψύκτης οι ψύκτες
      γενική του ψύκτη των ψυκτών
    αιτιατική τον ψύκτη τους ψύκτες
     κλητική ψύκτη ψύκτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ψύκτης < ψύχω
 
Ψύκτης νερού.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ψύκτης αρσενικό

  • ο ψυκτήρας, η συσκευή που ψύχει (νερό, κρασί, μπύρα κ.α.)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία