ψυγειοκαταψύκτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ψυγειοκαταψύκτης < ψυγείο + καταψύκτης
Ουσιαστικό
επεξεργασίαψυγειοκαταψύκτης αρσενικό
- ψυγείο μόνο για κατάψυξη
Μεταφράσεις
επεξεργασία ψυγειοκαταψύκτης
|
ψυγειοκαταψύκτης αρσενικό
|