Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κατάψυξη οι καταψύξεις
      γενική της κατάψυξης* των καταψύξεων
    αιτιατική την κατάψυξη τις καταψύξεις
     κλητική κατάψυξη καταψύξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, καταψύξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Κατάψυξη που έχει γεμίσει πάγο.

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατάψυξη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κατάψυ(ξις) + -ξη < καταψύχω < κατα- + ψύχω (ψύχω κάτι πολύ)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kaˈta.psi.ksi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τά‐ψυ‐ξη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κατάψυξη θηλυκό

  1. η έκθεση ζωικών ή φυτικών ουσιών σε πολύ χαμηλής θερμοκρασίας ώστε να παγώσουν
     συνώνυμα: πάγωμα, ψύξη
  2. (μεταφορικά) διακοπή, αναβολή, ή αναστολή μιας διαδικασίας
    Το θέμα μπήκε στην κατάψυξη και δε θα συζητηθεί πλέον.
  3. περιορισμένος χώρος με θερμοκρασία χαμηλότερη του ψυγείου για πιο μακροχρόνια συντήρηση τροφίμων
    → δείτε και τη λέξη καταψύκτης

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη ψύχω

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία