ψυκτήρας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ψυκτήρας | οι | ψυκτήρες |
γενική | του | ψυκτήρα | των | ψυκτήρων |
αιτιατική | τον | ψυκτήρα | τους | ψυκτήρες |
κλητική | ψυκτήρα | ψυκτήρες | ||
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ψυκτήρας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ψυκτήρ, από την αιτιατική ψυκτήρα < ψύχω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαψυκτήρας αρσενικό
- συσκευή που τοποθετείται σε πολυσύχναστους χώρους και χρησιμοποιείται για να παρέχει παγωμένο νερό
- ψυκτικός θάλαμος
- (αρχαιολογία, κεραμική) → δείτε τη λέξη ψυκτήρ
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ψύχω