Δείτε επίσης: ψύχος, ψῦχος
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ο ψυχός
      γενική του ψυχού
    αιτιατική τον ψυχό
     κλητική ψυχέ
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ψυχός < ψυχ(ή) + -ός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ψυχός αρσενικό, μόνο στον ενικό

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη ψυχή

  Μεταφράσεις

επεξεργασία