παγωνιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παγωνιά | οι | παγωνιές |
γενική | της | παγωνιάς | των | παγωνιών |
αιτιατική | την | παγωνιά | τις | παγωνιές |
κλητική | παγωνιά | παγωνιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pa.ɣoˈɲa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐γω‐νιά
Ουσιαστικό επεξεργασία
παγωνιά θηλυκό στον ενικό
- οι πολύ χαμηλές θερμοκρασίες που δημιουργούν παγετό και γενικότερα το δριμύ ψύχος που μας κάνει να παγώνουμε
- ο παγετός
Συνώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- παγωνιά στη Βικιπαίδεια