↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πάγρα οι πάγρες
      γενική της πάγρας των (παγρών)
    αιτιατική την πάγρα τις πάγρες
     κλητική πάγρα πάγρες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πάγρα < πάγος[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πάγρα θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Αντώνιος Ηπίτης, Λεξικόν ελληνογαλλικόν (και γαλλοελληνικόν), τόμ. Β΄ (Αθήνα: Εκ του Τυπογραφείου Π.Α. Πετράκου, 1909), σ. 936. Στην Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Νεοελληνικών Σπουδών Ανέμη· πρόσβαση: 2021-10-20. Αναφέρεται ως ιδιωματικό της Ηπείρου.
  2. Κοντομίχης, Πανταζής (2001). Λεξικό του λευκαδίτικου γλωσσικού ιδιώματος (Ιδιωματικό - ερμηνευτικό - λαογραφικό) [Λαογραφικά Λευκάδας, αρ. 7], Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη.
  3. Πέτρος Βλαστός, Συνώνυμα και συγγενικά. Τέχνες και σύνεργα (Αθήνα: Τυπογραφείο «Εστία», 1931), σ. 222. Στην Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Νεοελληνικών Σπουδών Ανέμη· πρόσβαση: 2021-10-20.
  4. Λήμμα «Πάγρα», στο: Ο εν Κωνσταντινουπόλει Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος, Σύγγραμμα Περιοδικόν, τόμ. ΙΔ΄ (1879-1880), Κωνσταντινούπολη 1884, σ. 239. Στο Google books· πρόσβαση: 2021-10-20.
  5. Αναφέρεται πως η έκφραση «έχω πάγρα 'ς τη γλώσσα μου» εμφανίζεται ισοδύναμα και ως «έχω πάνα» στη γλώσσα ή «η γλώσσα μου έγεινε [sic] πανί» (Σύγγραμμα Περιοδικόν, ό.π.).
  • «πάγρα» - Συμφραστικοί πίνακες λέξεων για μείζονες νεοέλληνες ποιητές στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας