πάγρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πάγρα | οι | πάγρες |
γενική | της | πάγρας | των | (παγρών) |
αιτιατική | την | πάγρα | τις | πάγρες |
κλητική | πάγρα | πάγρες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπάγρα θηλυκό
- (ιδιωματικό)
- (μετεωρολογία) παγωνιά, πάχνη,[2] η υγρασία (δροσιά) του χιονιού[3]
- ※ Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (1824- 1879), Φωτεινός, Άσμα Δεύτερο, στίχοι 198-200 @greek-language.gr
- […] Βλέπεις, μ’ αυτά τα χιόνια
πώς μου φλογίστηκε η πληγή; Τώρα μαθαίνω ότ’ έχει
πατέρα ο Χάρος το Βοριά και μάνα του την πάγρα…
- (παρωχημένο) κρούστα που σχηματίζεται στην επιφάνεια υγρών, όπως λ.χ. το ξίδι[4]
- (μετεωρολογία) παγωνιά, πάχνη,[2] η υγρασία (δροσιά) του χιονιού[3]
Μεταφράσεις
επεξεργασία πάγρα
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Αντώνιος Ηπίτης, Λεξικόν ελληνογαλλικόν (και γαλλοελληνικόν), τόμ. Β΄ (Αθήνα: Εκ του Τυπογραφείου Π.Α. Πετράκου, 1909), σ. 936. Στην Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Νεοελληνικών Σπουδών Ανέμη· πρόσβαση: 2021-10-20. Αναφέρεται ως ιδιωματικό της Ηπείρου.
- ↑ Κοντομίχης, Πανταζής (2001). Λεξικό του λευκαδίτικου γλωσσικού ιδιώματος (Ιδιωματικό - ερμηνευτικό - λαογραφικό) [Λαογραφικά Λευκάδας, αρ. 7], Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη.
- ↑ Πέτρος Βλαστός, Συνώνυμα και συγγενικά. Τέχνες και σύνεργα (Αθήνα: Τυπογραφείο «Εστία», 1931), σ. 222. Στην Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Νεοελληνικών Σπουδών Ανέμη· πρόσβαση: 2021-10-20.
- ↑ Λήμμα «Πάγρα», στο: Ο εν Κωνσταντινουπόλει Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος, Σύγγραμμα Περιοδικόν, τόμ. ΙΔ΄ (1879-1880), Κωνσταντινούπολη 1884, σ. 239. Στο Google books· πρόσβαση: 2021-10-20.
- ↑ Αναφέρεται πως η έκφραση «έχω πάγρα 'ς τη γλώσσα μου» εμφανίζεται ισοδύναμα και ως «έχω πάνα» στη γλώσσα ή «η γλώσσα μου έγεινε [sic] πανί» (Σύγγραμμα Περιοδικόν, ό.π.).
Πηγές
επεξεργασία- «πάγρα» - Συμφραστικοί πίνακες λέξεων για μείζονες νεοέλληνες ποιητές στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας