χιόνι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χιόνι | τα | χιόνια |
γενική | του | χιονιού | των | χιονιών |
αιτιατική | το | χιόνι | τα | χιόνια |
κλητική | χιόνι | χιόνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χιόνι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική χιόνι < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή χιόνιον, υποκοριστικό για την αρχαία ελληνική χιών [1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵʰéyōm < *ǵʰey- (χειμών, χειμώνας)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈço.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χιό‐νι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχιόνι ουδέτερο
- (μετεωρολογία) καιρικό φαινόμενο κατά στο οποίο οι υδρατμοί της ατμόσφαιρας κρυσταλλοποιούνται από το κρύο και πέφτουν στη γη με τη μορφή νιφάδων
- ↪ Χιόνια έρχονται από το βορρά τις επόμενες μέρες.
- (συνεκδοχικά) οι ίδιες οι νιφάδες και το στρώμα που σχηματίζουν στη γη
- ↪ Το χιόνι κάλυψε τα πάντα μέσα σε μια νύχτα.
- (μεταφορικά, στην τηλεόραση) οι μικρές λευκές κουκκίδες που εμφανίζονται στην τηλεόραση λόγω κακής μετάδοσης ή λήψης του τηλεοπτικού σήματος
- → δείτε και παράσιτα
- ↪ δε βλέπω τίποτα στην οθόνη! Έχει γεμίσει χιόνια.
- (μεταφορικά, σε επιθετική λειτουργία) [2] σαν το χιόνι
Εκφράσεις
επεξεργασία- (μετεωρολογία) γραμμή αιώνιου χιονιού / γραμμή διαρκούς χιονιού
- σαν τα χιόνια!
Παροιμίες
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
χιον-
χιον-
και
- ανεμόχιονο
- αποχιονιά
- αποχιονίζω
- αποχιονιστικός
- αποχιονισμός
- αργοχιόνισμα
- αφρόχιονος
- αχιόνιστα (επίρρημα)
- αχιόνιστος
- βαρυχιονιά
- βαρυχιονισμένος
- βαρύχιονος
- βροχόχιονο
- εκχιονίζω, εκχιονίζομαι
- εκχιονισμένος
- εκχιονισμός
- εκχιονιστήρας
- εκχιονιστικός
- καταχιονισμένος
- καταχιόνιστος
- κορφοχιόνιστος
- κρυσταλλοχιονάτος
- κρυσταλλόχιονο
- νερόχιονο
- ξεχιονίζω, ξεχιονίζομαι
- ξεχιόνισμα
- ολοχιόνιστος
- περμαχιόνι
- πρωτόχιονος
- ροδοχιονάτος
- φρεσκοχιονισμένος
- φωτοχιονίζω
- φωτόχιονο
- χιονάδα
- χιονάκι
- Χιονάτη
- χιονάτος
- χιονένιος
- χιονερός
- χιονιά (θηλυκό)
- χιονιάς
- χιονίδα
- χιονίζει
- χιόνινος
- χιόνισμα
- χιονισμός
- χιονισμένος
- χιονιστά (επίρρημα)
- χιονιστής
- χιονίστρα
- χιονούρα
- χιονούσα
- χιονώδης
- χιόνωση
- ψιλοχιονίζει
- Όροι με χιον- — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Δείτε επίσης
επεξεργασία- χιόνι στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία το μετεωρολογικό φαινόμενο
χιόνια στην τηλεόραση
|
(μεταφορικά)
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ χιόνι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)