χιονώδης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | χιονώδης | η | χιονώδης | το | χιονώδες |
γενική | του | χιονώδους | της | χιονώδους | του | χιονώδους |
αιτιατική | τον | χιονώδη | τη | χιονώδη | το | χιονώδες |
κλητική | χιονώδη(ς) | χιονώδης | χιονώδες | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | χιονώδεις | οι | χιονώδεις | τα | χιονώδη |
γενική | των | χιονωδών | των | χιονωδών | των | χιονωδών |
αιτιατική | τους | χιονώδεις | τις | χιονώδεις | τα | χιονώδη |
κλητική | χιονώδεις | χιονώδεις | χιονώδη | |||
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χιονώδης < αρχαία ελληνική χιονώδης < χιών
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /çoˈno.ðis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χιο‐νώ‐δης
Επίθετο
επεξεργασίαχιονώδης
- όμοιος με χιόνι
- καλυμμένος με χιόνι
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη χιόνι