nevoso
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαnevoso (it)
- ο χιονώδης
- ο χιονισμένος
Πηγές
επεξεργασία- nevoso - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).
nevoso (it)