χιονισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χιονισμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του απρόσωπου ρήματος χιονίζει
Μετοχή
επεξεργασίαχιονισμένος
- που έχει πέσει επάνω του χιόνι και τον έχει καλύψει λίγο έως αρκετά
- Τα βουνά της Θεοδοσίας ψηλά, χιονισμένα, έβγαιναν σαν κρυσταλλένια παλάτια μέσ' από τα θολά νερά και τον σκούρον ορίζοντα. Είμαστε κάτου από την Κριμαία. (Ανδρέας Καρκαβίσας, Λόγια της Πλώρης")
- που έχουν ασπρίσει οι τρίχες του
- Τότε ο γέρο — φιλόσοφος ξεπρόβαλε απ' το ψηλό αψιδωτό παραθύρι. Το φως του φεγγαριού έπεσε πάνω στα λευκά του μαλλιά, στο πλατύ του μέτωπο, στα μακρυά χιονισμένα του γένεια και γλύστρησε ως την ψυχή του.(Παύλος Νιρβάνας, "Η Βοσκοπούλα με τα Μαργαριτάρια")