enneigé
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | enneigé | enneigés |
θηλυκό | enneigée | enneigées |
enneigé (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | enneigé | enneigés |
θηλυκό | enneigée | enneigées |
enneigé (fr)