αχιόνιστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
αχιόνιστος, -η, -ο
- που δεν έχει χιονίσει πάνω του ή κατά τη διάρκειας του
- αχιόνιστο μέρος, αχιόνιστο Δωδεκαήμερο
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αχιόνιστος
|