Δείτε επίσης: χῖον
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική χιών αἱ χιόνες
      γενική τῆς χιόνος τῶν χιόνων
      δοτική τῇ χιόν ταῖς χιόσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν χιόν τὰς χιόνᾰς
     κλητική ! χιών χιόνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χιόνε
γεν-δοτ τοῖν  χιόνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κανών' όπως «κανών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χιών < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵʰéyōm < *ǵʰey- (χειμών, χειμώνας)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χιών, -όνος θηλυκό

  1. (μετεωρολογία) το χιόνι
    ⮡  νιφόεσσ᾽ Αἴτνα, πάνετες χιόνος ὀξείας τιθήνα
    ⮡  τόν Νεῖλον ῥέειν ἀπό τηκομένης χιόνος
  2. το παγωμένο νερό από λιωμένο χιόνι
    ⮡  ἡδύ θέρους χιών ποτόν
    ※  2/3ος κε αιώνας Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 3, 97 @perseus.tufts.edu για τα ψυγεία της εποχής, ώστε να υπάρχει κρύο νερό το καλοκαίρι
    Εὐθυκλῆς δ᾽ ἐν Ἀσώτοις ἢ Ἐπιστολῇ πρῶτος μὲν οἶδεν εἰ χιών ἐστ᾽ ὠνία […] οἶδεν δὲ καὶ ὁ καλὸς Ξενοφῶν ἐν Ἀπομνημονεύμασι τὴν διὰ χιόνος πόσιν […] ἐν ταῖς περὶ Ἀλέξανδρον ἱστορίαις καὶ ὅπως δεῖ χιόνα διαφυλάσσεσθαι […] ὀρύξαι τριάκοντα ψυχεῖα, ἃ πληρώσαντα χιόνος παρεμβαλεῖν δρυὸς κλάδους. οὕτω γὰρ παραμένειν πλείω χρόνον τὴν χιόνα

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία