Ετυμολογία

επεξεργασία
χιονίζω < αρχαία ελληνική χιονίζω < χιών

χιονίζω

  • (σπάνιο) ρίχνω χιόνι
    ※  Όσο χιονίζουν τα βουνά, Τούρκους μην προσκυνούμε. (Από το δημοτικό τραγούδι «Του Στέργιου», 1789)

Σημειώσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χιονίζω < χιών

χιονίζω, ος, ον

  1. ρίχνει χιόνι (ο Θεός), σε απαρέμφατο ή στο γ πρόσωπο γενικά χιονίζει, πέφτει χιόνι
    πᾶσα ἀνάγκη ἐστὶ ὗσαι ἐν πέντε ἡμέρῃσι, ὥστε, εἰ ἐχιόνιζε ὕετο ἂν ταῦτα τὰ χωρία : ...ώστε αν χιόνιζε... (Ηρόδοτος)
    οὐ τὸν περὶ τὴν μεσημβρίαν τόπον χιονίζεσθαι, καθάπερ εἴρηκεν Εὐριπίδης καὶ Ἀναξαγόρας, ἀλλὰ τὸν περὶ τὰς ἄρκτους, καὶ τοῦτο ἐμφανὲς εἶναι πᾶσι