χιονίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χιονίζω < αρχαία ελληνική χιονίζω < χιών
Ρήμα
επεξεργασίαχιονίζω
- (σπάνιο) ρίχνω χιόνι
- ※ Όσο χιονίζουν τα βουνά, Τούρκους μην προσκυνούμε. (Από το δημοτικό τραγούδι «Του Στέργιου», 1789)
Σημειώσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- χιονισμένος
- → δείτε τη λέξη χιόνι
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χιονίζω | χιόνιζα | θα χιονίζω | να χιονίζω | χιονίζοντας | |
β' ενικ. | χιονίζεις | χιόνιζες | θα χιονίζεις | να χιονίζεις | χιόνιζε | |
γ' ενικ. | χιονίζει | χιόνιζε | θα χιονίζει | να χιονίζει | ||
α' πληθ. | χιονίζουμε | χιονίζαμε | θα χιονίζουμε | να χιονίζουμε | ||
β' πληθ. | χιονίζετε | χιονίζατε | θα χιονίζετε | να χιονίζετε | χιονίζετε | |
γ' πληθ. | χιονίζουν(ε) | χιόνιζαν χιονίζαν(ε) |
θα χιονίζουν(ε) | να χιονίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χιόνισα | θα χιονίσω | να χιονίσω | χιονίσει | ||
β' ενικ. | χιόνισες | θα χιονίσεις | να χιονίσεις | χιόνισε | ||
γ' ενικ. | χιόνισε | θα χιονίσει | να χιονίσει | |||
α' πληθ. | χιονίσαμε | θα χιονίσουμε | να χιονίσουμε | |||
β' πληθ. | χιονίσατε | θα χιονίσετε | να χιονίσετε | χιονίστε | ||
γ' πληθ. | χιόνισαν χιονίσαν(ε) |
θα χιονίσουν(ε) | να χιονίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω χιονίσει | είχα χιονίσει | θα έχω χιονίσει | να έχω χιονίσει | ||
β' ενικ. | έχεις χιονίσει | είχες χιονίσει | θα έχεις χιονίσει | να έχεις χιονίσει | ||
γ' ενικ. | έχει χιονίσει | είχε χιονίσει | θα έχει χιονίσει | να έχει χιονίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε χιονίσει | είχαμε χιονίσει | θα έχουμε χιονίσει | να έχουμε χιονίσει | ||
β' πληθ. | έχετε χιονίσει | είχατε χιονίσει | θα έχετε χιονίσει | να έχετε χιονίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν χιονίσει | είχαν χιονίσει | θα έχουν χιονίσει | να έχουν χιονίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χιονίζω < χιών
Ρήμα
επεξεργασίαχιονίζω, ος, ον
- ρίχνει χιόνι (ο Θεός), σε απαρέμφατο ή στο γ πρόσωπο γενικά χιονίζει, πέφτει χιόνι
- πᾶσα ἀνάγκη ἐστὶ ὗσαι ἐν πέντε ἡμέρῃσι, ὥστε, εἰ ἐχιόνιζε ὕετο ἂν ταῦτα τὰ χωρία : ...ώστε αν χιόνιζε... (Ηρόδοτος)
- οὐ τὸν περὶ τὴν μεσημβρίαν τόπον χιονίζεσθαι, καθάπερ εἴρηκεν Εὐριπίδης καὶ Ἀναξαγόρας, ἀλλὰ τὸν περὶ τὰς ἄρκτους, καὶ τοῦτο ἐμφανὲς εἶναι πᾶσι