snow
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
snow | snows |
snow (en)
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | snow |
γ΄ ενικό ενεστώτα | snows |
αόριστος | snowed |
παθητική μετοχή | snowed |
ενεργητική μετοχή | snowing |
snow (en)
ενικός | πληθυντικός |
snow | snows |
snow (en)
ενεστώτας | snow |
γ΄ ενικό ενεστώτα | snows |
αόριστος | snowed |
παθητική μετοχή | snowed |
ενεργητική μετοχή | snowing |
snow (en)