↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική / χιονόχρως οἱ/αἱ χιονόχρωτες
      γενική τοῦ/τῆς χιονόχρωτος τῶν χιονοχρώτων
      δοτική τῷ/τῇ χιονόχρωτ τοῖς/ταῖς χιονόχρωσ(ν)
    αιτιατική τὸν/τὴν χιονόχρωτ τοὺς/τὰς χιονόχρωτᾰς
     κλητική ! χιονόχρως χιονόχρωτες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χιονόχρωτε
γεν-δοτ τοῖν  χιονοχρώτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρως' όπως «ἔρως» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χιονόχρως < χιονό- + χρώς. Αναλύεται σε χιών + χρώς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χιονόχρως, -ωτος αρσενικό ή θηλυκό, (σε επιθετική λειτουργία)

Συγγενικά

επεξεργασία