χιονόχρως
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | χιονόχρως | οἱ/αἱ | χιονόχρωτες |
γενική | τοῦ/τῆς | χιονόχρωτος | τῶν | χιονοχρώτων |
δοτική | τῷ/τῇ | χιονόχρωτῐ | τοῖς/ταῖς | χιονόχρωσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸν/τὴν | χιονόχρωτᾰ | τοὺς/τὰς | χιονόχρωτᾰς |
κλητική ὦ! | χιονόχρως | χιονόχρωτες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χιονόχρωτε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | χιονοχρώτοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρως' όπως «ἔρως» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαχιονόχρως, -ωτος αρσενικό ή θηλυκό (σε επιθετική λειτουργία)
- (για κύκνο) που έχει δέρμα λευκό σαν χιόνι, χιονόλευκος
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἑλένη, στίχ. 215 (213-216)
- αἰὼν δυσαίων τις | ἔλαχεν ἔλαχεν, ὅτε σ᾽ ἐτέκετο ματρόθεν | χιονόχρωι κύκνου πτερῶι | Ζεὺς πρέπων δι᾽ αἰθέρος.
- Αγλύκαντη ζωή από τότε | που σ᾽ έσπειρεν ο Δίας, όταν | σαν κύκνος λευκοφτέρουγος | αστράφτοντας μες στον αιθέρα μπήκε στης μάνας σου τον κόρφο.
- Μετάφραση (2006): Τάσος Ρούσσος, Αθήνα: ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
- αἰὼν δυσαίων τις | ἔλαχεν ἔλαχεν, ὅτε σ᾽ ἐτέκετο ματρόθεν | χιονόχρωι κύκνου πτερῶι | Ζεὺς πρέπων δι᾽ αἰθέρος.
- ≈ συνώνυμα: χιονόχροος, χιονόχρους
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἑλένη, στίχ. 215 (213-216)
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- χιονόχρως - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χιονόχρως - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.