χιονόλευκος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χιονόλευκος < χιονό- + λευκός, μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική schneeweiß[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /çoˈno.lef.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χιο‐νό‐λευ‐κος
Επίθετο
επεξεργασίαχιονόλευκος
- που έχει το λευκό χρώμα του χιονιού, κατάλευκος
- ⮡ χιονόλευκο μάρμαρο
- ⮡ χιονόλευκα μαλλιά
Μεταφράσεις
επεξεργασία χιονόλευκος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)