χιονόλευκων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
χιονόλευκων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του χιονόλευκος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του χιονόλευκος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του χιονόλευκος
χιονόλευκων