neige
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
neige | neiges |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαneige (fr) θηλυκό
- το χιόνι
- neige artificielle - τεχνητό χιόνι που χρησιμοποιείται για την εξάσκηση των σκιέρ των χιονοδρομικών κέντρων ή στον κινηματογράφο
- (κατ' αναλογία) η σκόνη της κοκαΐνης
Εκφράσεις
επεξεργασία- bonhomme de neige - ο χιονάνθρωπος
- classe de neige - τάξη σχολείου που πηγαίνει για μερικές μέρες στο βουνό, όταν έχει χιονίσει, για να κάνει μαθήματα εκεί, εξερευνώντας τον χώρο και τον ορεινό τρόπο ζωής
- de neige - χιονάτος, ολόλευκος
- il neige - χιονίζει
- l'abominable homme des neiges → δείτε τη λέξη yéti
- neige carbonique → δείτε τη λέξη carboglace
- œufs à la neige - γλύκισμα που φτιάχνεται με χτυπητά ασπράδια αβγών και σερβίρεται με κρέμα
- neiges éternelles - αιώνια χιόνια
- pneus neige - αντιολισθητικά λάστιχα αυτοκινήτου