σκιέρ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σκιέρ < (λόγιο δάνειο) γαλλική skieur
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /sciˈeɾ/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκι‐έρ
Ουσιαστικό επεξεργασία
σκιέρ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
- (αθλητισμός) που κάνει σκι στο χιόνι
- (αθλητισμός) που κάνει σκι στo νερό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη σκι