Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκι < (άμεσο δάνειο) γαλλική ski < αγγλική ski < νορβηγική ski < πρωτογερμανική *skīdą (ραβδί) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *skei- (κόβω, χωρίζω)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /sci/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σκι ουδέτερο άκλιτο

  1. η χιονοδρομία
  2. το αντίστοιχο άθλημα στη θάλασσα, κατά το οποίο ο αθλούμενος σύρεται με πέδιλα στην επιφάνεια της θάλασσας από ταχύπλοο σκάφος
  3. (συνεκδοχικά) το ζευγάρι πεδίλων που χρησιμοποιείται στο παραπάνω άθλημα

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία