σκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σκι < (άμεσο δάνειο) γαλλική ski < αγγλική ski < νορβηγική ski < πρωτογερμανική *skīdą (ραβδί) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *skei- (κόβω, χωρίζω)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασκι ουδέτερο άκλιτο
- η χιονοδρομία
- το αντίστοιχο άθλημα στη θάλασσα, κατά το οποίο ο αθλούμενος σύρεται με πέδιλα στην επιφάνεια της θάλασσας από ταχύπλοο σκάφος
- (συνεκδοχικά) το ζευγάρι πεδίλων που χρησιμοποιείται στο παραπάνω άθλημα
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- σκι στη Βικιπαίδεια